Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θυώνης — Θυώνη portion of sacrifice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θυωναίος — Θυωναῑος, ὁ (Α) ως κύριο όν. ὁ Θυωναῑος ο Διόνυσος ως γιος τής Θυώνης (Σεμέλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θυώνη] … Dictionary of Greek